φωτιστικός

φωτιστικός
η , ό[ν] осветительный;

φωτιστικό δίκτυο — осветительная сеть;

φωτιστικός πύραυλος — осветительная ракета;

φωτιστικές συσκευές — осветительные приборы;

φωτιστικό πετρέλαιο — керосин


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φωτιστικός" в других словарях:

  • φωτιστικός — illuminating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικός — ή, ό / φωτιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωτίζω] αυτός που έχει την ιδιότητα να φωτίζει, να παρέχει φως νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται για την παροχή φωτός («φωτιστικό πετρέλαιο») 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτιστικό κάθε αντικείμενο με πηγή φωτός, το… …   Dictionary of Greek

  • φωτιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φωτισμό, που φωτίζει, που είναι κατάλληλος για φωτισμό: Φωτιστικό οινόπνευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτιστικά — φωτιστικός illuminating neut nom/voc/acc pl φωτιστικά̱ , φωτιστικός illuminating fem nom/voc/acc dual φωτιστικά̱ , φωτιστικός illuminating fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικῶν — φωτιστικός illuminating fem gen pl φωτιστικός illuminating masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικόν — φωτιστικός illuminating masc acc sg φωτιστικός illuminating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικαῖς — φωτιστικός illuminating fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικαί — φωτιστικός illuminating fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικοῖς — φωτιστικός illuminating masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικοῦ — φωτιστικός illuminating masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικούς — φωτιστικός illuminating masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»